Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ναλτρεξόνη, η


Ερμηνεία:

Ανταγωνιστής οπιοειδών. Ουσία που ανστέλλει τη δράση των ενδορφινώνστον εγκέφαλο. Βελτιώνει τα συμπτώματα του αυτισμού. Έχει δοκιμαστεί στη θεραπεία της εξάρτησης από τα οποιοειδή. Johansson BA, Addiction. 2006 Apr;101(4):491-503) και  κατά του αλκοολισμού (Heilig M, Egli M. Pharmacol Ther. 2006 Mar 15)]



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: